- υπομάσσω
- και αττ. τ. ὑπομάττω Α1. αλείφω κάτι από κάτω2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένοςαυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μάσσω «ζυμώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.