υπομάσσω

υπομάσσω
και αττ. τ. ὑπομάττω Α
1. αλείφω κάτι από κάτω
2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος
αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μάσσω «ζυμώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόμαξον — ὑπομάσσω smear aor imperat act 2nd sg ὑ̱πόμαξον , ὑπομάσσω smear futperf ind act masc voc sg ὑ̱πόμαξον , ὑπομάσσω smear futperf ind act neut nom/voc/acc sg ὑπομάσσω smear aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομεμαγμένη — ὑπομάσσω smear perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομάττω — Α (αττ. τ.) βλ. ὑπομάσσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”